καντζιλιέρης

καντζιλιέρης
ο (Μ καντζηλιέρης και καντζιλιέρης και καντζιλέριος)
γραμματέας ή σύμβουλος ανώτερου αξιωματούχου ή ηγεμόνα
νεοελλ.
κοινοτικό αξίωμα στα αυτοδιοικούμενα νησιά τού Αιγαίου επί τουρκοκρατίας
μσν.
αξιωματικός τής βυζαντινής Αυλής, λογοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cancelliere].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καντζιλέριος — καντζιλέριος, ὁ (Μ) βλ. καντζιλιέρης …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”